ΣΒΟΥΡΑ: «ΜΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΙΟ ΒΑΘΥ, ΠΟΥ ΜΕ ΛΕΡΩΝΕΙ…»
Θα ήθελα να ξεκινήσω με κάτι όμορφο, με το καλό Φθινόπωρο, αλλά τι όμορφο συνέβη σε αυτό τη χώρα τα τελευταία χρόνια… Αντίθετα όλα όσα συμβαίνουν σε πνίγουν…
Αυτό που συνέβη στον Πειραιά, με τον άδικο χαμό ενός 36χρονου ταξιδιώτη για την Κρήτη, που προσπάθησε να επιβιβαστεί καθυστερημένα στο Blue Horizon ξεπερνά κάθε όριο λογικής, κάθε όριο ανθρωπιάς, κάθε όριο αξιοπρέπειας, κάθε όριο σεβασμού. Ξεπερνά όλα α όρια μαζί. Μιλάμε για μια ανατριχιαστική δολοφονία.
Δυστυχώς όμως ο δόλος δεν βρίσκεται πάνω στον καταπέλτη του πλοίου, αλλά είναι «κάτι πιο βαθύ που με λερώνει», που έλεγε και ο ποιητής. Και οι επτά φανταστικοί νάνοι του, πήραν σάρκα και όστα όχι μόνο στα πρόσωπα του καπετάνιου, του ύπαρχου και των δύο υπαλλήλων – κι όχι ναυτικών, γιατί αρνούμαι να το πιστέψω – που βρέθηκαν πάνω στον καταπέλτη. Είναι κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει σαν χώρα, σαν κράτος, σαν Έλληνες…
Πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να σπρώχνει στο θάνατο έναν άλλον άνθρωπο. Αν ήταν ο γιος μου θα έλεγα ότι πιστεύει ότι αφού θα πνιγεί θα ξανασηκωθεί και θα συνεχίσει το αναθεματισμένο παιχνίδι, όπως συμβαίνει στο fortnite, αλλά εδώ μιλάμε για αξιωματικούς του εμπορικού ναυτικού, για πλοίαρχο που του εμπιστευόμαστε τις ζωές μας να μας ταξιδέψει στο πέλαγος. Κι αυτοί “θυσίασαν” τόσο εύκολα μία ανθρώπινη ζωή, για ένα εισιτήριο, για πέντε λεπτά γρηγορότερης απόπλευσης, για ένα καπρίτσιο…
Ταξιδεύω με ακτοπλοϊκή συγκοινωνία πολλά χρόνια. Την αδιαφορία που έζησα φέτος στο λιμάνι του Πειραιά, από τους λιμενικούς, τόσο κατά την αναχώρησή μου, όσο και στην επιστροφή μου, δεν την είχα ξαναδεί. Και μιλάω για αδιαφορία στο λιμάνι του Πειραιά, γιατί στο λιμάνι της Μυτιλήνης, οι λιμενικοί μπορεί και εκεί να μας ταλαιπώρησαν, αλλά ήταν παρόντες. Αδιάφοροι ήταν και οι υπάλληλοι της εταιρείας κατά την αποβίβαση στον Πειραιά, αφήνοντας τους οδηγούς στο γκαράζ του πλοίου να «αυτοδιαχειριστούν» την έξοδό τους, χωρίς την καθοδήγηση από το πλήρωμα. 50 ολόκληρα λεπτά μετά το δέσιμο του πλοίου έκανα να βγάλω το αυτοκίνητο από το πλοίο και δεν ήμουν ο τελευταίος. Παρόλο που δούλευε ο μηχανισμός εξαερισμού, οι αναθυμιάσεις από τα καυσαέρια άρχισαν να γίνονται έντονες, κάτι που με ανάγκασαν να κλείσω τα παράθυρα και να ανάψω το αιρκοντίσιον του αμαξιού – σωστό ή λάθος δεν ξέρω – ενώ μία ανησυχία άρχισε να κυριεύει την σκέψη μου, «κι αν πιάσει καμιά φωτιά τι γίνεται θα καούμε ζωντανοί…»
Αιτία για την καθυστερημένη αποβίβαση μας δεν ήταν μόνο η έλλειψη καθοδήγησης από το πλήρωμα αλλά και η παντελής απουσία λιμενικών κοντά στο πλοίο για να δημιουργήσουν διάδρομο διαφυγής των αυτοκινήτων, που μποτιλιαρίστηκαν μόλις βγήκαν από το πλοίο. Οι οδηγοί αδυνατούσαν να βρουν το δρόμο προς την έξοδο του λιμανιού αφού στην Πύλη 2 – στο ρολόι – ήταν παρκαρισμένες παντού νταλίκες που περίμεναν να επιβιβαστούν.
Αυτή είναι η δική μου κακή εμπειρία, και η ανησυχία μου για κάτι χειρότερο που μπορεί να συμβεί, επιβεβαιώθηκε λίγες ημέρες αργότερα με την αδιαφορία προς την ανθρώπινη ζωή από πλήρωμα ενός άλλου πλοίου, με την απουσία των λιμενικών και πάλι. Γιατί μην μου πείτε ότι οι λιμενικοί θα επέτρεπαν να πέσει ο άνθρωπος στη θάλασσα.
Μετά από όλα αυτά θέλω να πω ότι ο γιαλός δεν είναι στραβός, αλλά εμείς αρμενίζουμε στραβά τα τελευταία χρόνια.
Θα μπορούσα να επεκταθώ και σε όλους τομείς της ζωής στην Ελλάδα, αλλά θα έγραφα βιβλίο, οπότε ας παραμείνω σε αυτό της λειτουργίας της ακτοπλοΐας, και να πω όσα τυχόν έπεσαν στην όποια αντίληψη μπορώ να έχω σαν πολίτης και όχι σαν ειδικός γιατί τέτοιος δεν είμαι. Προσπερνώντας – σαν σχήμα λόγου και μόνο – τη δολοφονία του 36χρονου, θυμάμαι μία είδηση που διάβασα για την ανάγκη εκσυγχρονισμού του ακτοπλοϊκού στόλου, καθώς ο υπάρχων έχει πλέον γεράσει. Και μάλιστα στο άρθρο αναφέρονταν η ανησυχία των εφοπλιστών για την εξεύρεση χρηματοδότησης. Ελπίζω αυτή να μην είναι κρατική μόνο, γιατί αν είναι, θα κληθούμε να την πληρώσουμε πάλι εμείς. Όταν λοιπόν θα βρεθεί αυτή η χρηματοδότηση και αγοραστούν τα καινούργια πλοία, ή πιθανότατα τα «ανακαινισμένα» πλοία, ελπίζω να είναι τέτοια που πρώτον θα μπορούν να εξυπηρετήσουν το κοινό, δεύτερον θα μπορούν να κινηθούν μέσα στα υπάρχοντα λιμάνια και δεν θα αναγκάζονται σε συνεχείς μανούβρες για να δέσουν. Γιατί μπορεί οι εφοπλιστές να θέλουν μεγαλύτερα πλοία για να έχουν μεγαλύτερα έσοδα, δεν ξέρω όμως αν τα λιμάνια στα ελληνικά νησιά θα μπορούν να υποδεχθούν τέτοια πλοία. Γιατί καλό είναι να έχουμε μεγαλύτερο σε χωρητικότητα στόλο, αλλά χρειάζονται και τα ανάλογα λιμάνια. Και εκτός από τα λιμάνια χρειάζεται και το κατάλληλο προσωπικό, πλήρωμα, καπετάνιοι. Η καταλλήλοτητά τους να μετριέται και σε ποιότητα και σε ποσότητα.
Το κράτος λοιπόν θα πρέπει να μεριμνήσει για όλα αυτά. Για την καταλληλότητα των πλοίων, των πληρωμάτων, των εγκαταστάσεων, των δρομολογίων, των μέτρων ασφαλείας. Γιατί εδώ δεν χωρούν ούτε ακραία καιρικά φαινόμενα, ούτε κλιματικές αλλαγές για να κρυφτούμε πίσω από φωτιές, πλημμύρες, σεισμούς και καταποντισμούς. Για να μην μαζεύουμε αποκαΐδια πάλι. Γιατί δεν χρειάζονται μαγικές ικανότητες, αλλά προνοητικότητα, πρόβλεψη και έργα πρόληψης. Για να λέγεσαι και να είσαι κράτος. Αλλιώς να πάρουμε ένα φτιάρι και να θάβουμε προβλήματα ή να ξεθάβουμε ανθρώπους και περιουσίες. Τέλος αυτό που με εξοργίζει είναι η απάθεια που κοιτάζει ο ναυτικός του Blue Horizon τον 36χρονο να πνίγεται και η δήλωση του υπουργού ότι θρηνούν οι οικογένειες των δολοφόνων και μονολογώ «μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει…»